σφαγιαστής

σφαγιαστής
ο
1) тот, кто попирает (что-л.); предатель (чьих-л. интересов); 2) перен. губитель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σφαγιαστής" в других словарях:

  • σφαγιαστής — ο, Ν μτφ. αυτός που καταστρέφει, που βλάπτει, που αδικεί («σφαγιαστής τής ανθρωπότητας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόντού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • σφαγιαστής — ο 1. σφαγέας. 2. καταστροφέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… …   Dictionary of Greek

  • θύτης — ο 1. αυτός που εκτελεί τις θυσίες: Στην αρχαιότητα θύτες ήταν οι ιερείς. 2. αυτός που σκοτώνει, ο σφαγιαστής. 3. αυτός που προκαλεί ζημιά, καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»